- χοδέαντες
- χοδέαντες,A = χοδιτεύοντες, Sophr. in PSI11.1214d.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοδέαντες — Α (κατά τον Σωφρ.) «χοδιτεύοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ της ρίζας τού ρ. χέζω* + κατάλ. ας, αντος] … Dictionary of Greek